PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σπείρων
σπειρωτό δέρμα
σπειρωτός
σπεκουλάρισμα
гипотеза
  1. предположения
  2. конъектура
σπεκουλάρω
σπέρμα
сперма
  1. эякуля́т
  2. семя
  3. молофья́
  4. се́мя
  5. спе́рма
  6. микроб
  7. микроорганизм
σπερματική βλάστη
σπερματικός
σπερματικός αδένας
σπερματικός πόρος
σπερματικός σωλήνας
σπερματικό υγρό
σπερματοβλάστη
σπερματοδόχος κύστη
σπερματοζωάριο
сперматозоид
  1. сперматозо́ид
  2. живчик
  3. сперма
σπερματοζώο
σπερματόζωον
σπερματοκτόνος
σπερματοκύτταρο
σπερματόφυτα
σπερματόφυτο
σπέρμα/φύτρο/σπόρος/μικρόβιο
σπέρμα ψάρης
σπέρμο
σπερμοκτονα
σπερμολογία
σπερμολογίες
σπερμολογικός
σπερμολόγος
σπερμοφόρος
σπερμοφυές δάσος
σπέρνομαι
σπέρνω
сеять
  1. се́ять
  2. распространять
Σπερχειός
Σπέσαρτ
σπεσιαλίστας
σπεσιαλιτέ
σπεσιαλιτέ του καταστήματος
Σπέτσαι
Σπέτσες
σπεύδε βραδέως торопись медленно
σπεῦδε βραδέως
σπεύδω
σπεύδων
σπεώδω πολυασχολώς
Σπήκερς Μπάγκος
σπηλαιάνθρωπος
пеще́рный челове́к
  1. троглоди́т
  2. пещерный человек
  3. троглодит
Σπήλαιο
σπήλαιο
пещера
  1. грот
  2. подземелье
  3. пеще́ра
  4. печо́ра
  5. подземе́лье
σπηλαιόβιος
ελληνικά русский