PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σταθερή υποστήριξη
σταθερό βήμα
σταθερό έγγραφο
σταθερό μέρος мантисса
σταθερό πλαίσιο
σταθεροποιημένος
σταθεροποίηση
стабилизация
  1. упрочнение
  2. упрочения
  3. упрочнения
σταθεροποίηση αμμοθίνας
σταθεροποίηση του εδάφους
σταθεροποίηση των εισοδημάτων
σταθεροποιητής стабилизатор
σταθεροποιητής πίεσης
σταθεροποιητικά
σταθεροποιητικός
σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού
σταθεροποιός
σταθεροποιούμαι
σταθεροποιώ
стабилизи́ровать
  1. стабилизировать
  2. стандартизировать
σταθερος
σταθερός
стаби́льный
  1. постоя́нный
  2. стойла
  3. конюшня
σταθερός δίσκος
σταθερό στοιχείο
σταθερότης
σταθερότητα
стабильность
  1. постоя́нство
  2. неизменность
σταθερότητα των τιμών
σταθερότυπος
σταθερωποιών
σταθερώς
σταθερώτερος
Στάθης Ταυλαρίδης
Στάθης Ψάλτης
σταθήτε εδώ
σταθμά ги́ря
σταθμάρχης
σταθμευμένος
σταθμεύουσες δυνάμεις
στάθμευση
ста́нция
  1. вокза́л
  2. остано́вка
στάθμευση επί πληρωμή
σταθμεύω
στάθμη у́ровень
σταθμη
στάθμη απάλειψης
στάθμη λαδιού
στάθμη νερού уровень воды
στάθμη της θάλασσας уровень моря
σταθμητή ύλη материальный
στάθμη ύδατος
στάθμη φορτίου
σταθμίζω оценивать
σταθμίον ги́ря
ελληνικά русский