PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στάθμιση подключить
σταθμός
железнодорожный вокзал
  1. вокзал
  2. станция
  3. ста́нция
  4. термина́л
  5. вокза́л
  6. коне́чная ста́нция
  7. железнодорожная станция
Σταθμός Αγίου Αντωνίου
σταθμός αγκύρωσης Стыковочный узел
σταθμός αναμετάδοσης
σταθμός ανεφοδιασμού
σταθμός αυτοκινήτων
σταθμός διαλογής сортировочная станция
σταθμός δοκιμής
σταθμός έδαφους
σταθμός επεξεργασίας λυμάτων
σταθμός εργασίας рабо́чая ста́нция
σταθμός ηλεκτρισμού
σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
σταθμός ηλιακής ενέργειας
Σταθμός Θησείου
σταθμός ισχύος
Σταθμός Κ.Α.Τ.
σταθμός λεωφορείων
автовокзал
  1. автобусная остановка
σταθμός μεταφορών
σταθμός μετρό
σταθμός παραγωγής ενέργειας
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
станция
  1. электростанция
Σταθμός Πετραλώνων
σταθμός πλήρωσης
бензозаправочная станция
  1. бензоколонка
  2. заправка
  3. заправочная станция
  4. бензозаправка
  5. автозаправочная станция
  6. АЗС
  7. бензозаправочная колонка
σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας
σταθμός ταξί
σταθμός τερματικού телефонное подключение
σταθμός υδροηλεκτρικής ενέργειας
στα ίσα
στα ίσια
στα καθυστερούμενα
στα κάρβουνα
στα κάτω μου пода́вленный
στα κλεφτά
στα κουτουρού наобум
στα κρυφά
στακτερός
στάκτη
στακτοδοχείο
Στακτοπούτα
στακτόχρους
στακτώδης
στάλα
ка́пля дождя́
  1. дождева́я ка́пля
  2. дожди́нка
  3. ка́пелька
  4. ка́пля
στάλαγμα
σταλαγματιές
σταλαγμίτης сталагмит
σταλαγμοί νερού
σταλάζω
σταλάζων
ελληνικά русский