PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στάση προσοχής
σταση σωματοσ
στάση ταξί
στασιάζω
восста́ть
  1. бунтова́ть
  2. взбунтова́ться
  3. восстава́ть
στασιακός
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
фракционный
  1. предательский
  2. неверный
στασιαστικότης
στασιαστικότητα
στα σίγουρα
στασίδι
сидение
  1. сиденья
  2. церковная
  3. сидения
στασίδιο
στάσιμα νερά
στάσιμα ύδατα
στάσιμο κύμα стоя́чая волна́
στάσιμος
за́тхлый
  1. чёрствый
  2. несве́жий
  3. стоячий
  4. недвижимый
  5. неподвижный
  6. позиционный
στασιμότης
στασιμότητα стагнация
στα σκαριά
στασμότητα
инерция
  1. косность
  2. вялость
στάσου
στα τέσσερα
карачки
  1. четвереньки
στατήρ статер
στατήρας
Στατήρια
στάτης
στατική
στατική βιβλιοθήκη статическая библиотека
στατική διεύθυνση IP статический IP-адрес
στατική δρομολόγηση
στατική εξισορρόπηση φόρτου
στατική μνήμη
στατική μνήμη RAM
στατική σελίδα статическая страница
στατική σύνδεση
статическое связывание
  1. раннее связывание
στατική τριβή
στατική φόρτιση
στατικό buffer
στατικό buffer ήχου
στατικό VxD
στατικό δρομολόγιο πολλαπλής διανομής
στατικό παράθυρο διαλόγου статическое диалоговое окно
στατικό πεδίο κειμένου статическое текстовое поле
στατικό πηνίο
στατικό πρόγραμμα οδήγησης εικονικής συσκευής
στατικός статический
στατικός δρομολογητής
στατικός ηλεκτρισμός
стати́ческое электри́чество
  1. электростати́ческий разря́д
στατικός πόρος
ελληνικά русский