PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στεγαστικός συνεταιρισμός
στέγαστρο
στέγη
крыша
  1. кры́ша
  2. кров
στεγη
στέγη εισόδου
στεγνóς
στεγνά
στεγνό καθάρισμα
химчистка
  1. химическая чистка
στεγνοκαθαριστήριο
στεγνό καθαριστήριο
στεγνός
сухо́й
  1. сухой
στέγνωμα
στεγνωνω
στεγνώνω
στεγνώνω με πετσέτα
στεγνωτήρας
στεγνωτήρας μαλλιών
στεγνωτήρα φίλτρου
στεγνωτήρι
στεγνωτήριο
сушилка
  1. сушильщик
στεγνωτής
στεγοποιός
Στεγόσαυρος Стегозавр
στείβω
выжима́ть
  1. вы́жать
  2. выкру́чивать
  3. вы́крутить
στειλιάρι
ось
  1. сте́ржень
στείρα форштевень
στειρά γυναίκα
στείρος
στειρότης
στειροτητα
στειρότητα
neplodorodnost’
  1. неплодородность
  2. беспло́дие
στειρώνω
кастри́ровать
  1. обеспло́дить
στείρωση
биологическая стерилизация
  1. стерилизация
στειρωση
στείρωση [βιολογικός όρος]
биологическая стерилизация
  1. стерилизация
στέισιον βάγκον
στέισο βάγκο
στέισον βάγκον
Στέιτεν Άιλαντ
στείφτης
στείψιμο
στέκα
στέκι излюбленное место
στέκομαι
стоять
  1. становиться
  2. стоя́ть
στεκομαι
στέκομαι κλαρίνο
στέκομαι σούζα
στέκομαι στην ουρά
στεκόμενος
στέκω становиться
ελληνικά русский