συμβουλευτική εξουσία |
|
συμβουλευτική επιτροπή (ΕΕ) |
|
συμβουλευτική θέση |
|
συμβουλευτικός |
совещательный
- увещевающий
- предостерегающий
- укоризненный
|
συμβουλεύω |
наста́вить
- рекомендова́ть
- порекомендова́ть
- посове́товать
- сове́товать
- советовать
- наставля́ть
|
συμβουλεύω εναντίον |
|
συμβουλεύων |
|
συμβουλεύων δωμάτιο |
врачебный кабинет
|
συμβουλή |
совет
- предписа́ние
- указа́ние
- наставле́ние
- рекоменда́ция
- сове́т
- распоряже́ние
- инстру́кция
- взгляд
|
συμβουλή εργαλείου |
подсказка
|
συμβουλή με πληροφορίες |
подсказка
|
Συμβουλή οθόνης |
всплывающая подсказка
|
συμβουλή οθόνης |
всплывающая подсказка
|
συμβουλή σε συννεφάκι |
всплывающая подсказка
|
συμβουλή στοιχείου ελέγχου |
подсказка об элементе управления
|
συμβουλιο |
|
συμβούλιο |
сове́т
- совет
- комите́т
- пала́та
- правле́ние
- колле́гия
- руково́дство
- синедрион
- коллегия
|
συμβούλιο αμερικανοινδών |
|
Συμβούλιο Αραβικής Οικονομικής Ενότητας |
|
συμβούλιο ασφάλειας |
|
συμβούλιο ασφαλείας |
|
Συμβούλιο Ασφαλείας Ηνωμένων Εθνών |
СБ ОО́Н
- Сове́т Безопа́сности ОО́Н
|
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ |
|
Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών |
Совет Безопасности ООН
|
συμβούλιο επικρατείας |
|
Συμβούλιο Ευρωατλαντικής Εταιρικής Σχέσης |
|
συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ |
|
Συμβούλιο Πολιτιστικής Συνεργασίας |
|
Συμβούλιο Σκανδιναβικών Χωρών |
|
συμβούλιο σύνδεσης (ΕE) |
|
Συμβούλιο Συνεργασίας Ασίας και Ειρηνικού |
|
Συμβούλιο Συνεργασίας των Χωρών του Κόλπου |
|
Συμβούλιο της ΕΕ |
|
Συμβούλιο της Επικρατείας |
|
συμβούλιο της επιχείρησης |
|
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Совет Европейского союза
|
Συμβούλιο της Ευρώπης |
Совет Европы
|
Συμβούλιο του ΕΟΧ |
|
Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δήμων και Περιφερειών |
|
Συμβούλιο των Κρατών της Βαλτικής Θάλασσας |
|
Συμβούλιο των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών της Ευρώπης |
|
Συμβούλιο των υπουργών ΑΚΕ-ΕE |
|
συμβούλιο υπουργών |
|
Συμβούλιο Υπουργών της ΕΚ |
|
σύμβουλος |
консультант
- советник
|
σύμβουλος Ασφαλείας |
|
σύμβουλος γεωργικών εφαρμογών |
|
Σύμβουλος Επιχειρήσεων |
|
Σύμβουλος (περιεχομένου) |
ограничение доступа
|
συμείο |
|