PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συμειώνω
σύμετρος
Συμεών
Συμεών Α’ της Βουλγαρίας Симеон I
Συμεών Ιεροσολύμων Симеон Нигер
Συμεών Μεταφραστής Симеон Метафраст
Σύμη
συμμάζεμα
συμμαζευμένος
συμμαζεύομαι
συμμαζεύω
συμμαζεύων
συμμαθητής
одноклассник
  1. соученик
συμμαχητής
συμμαχία
коалиция
  1. альянс
Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων
Συμμαχικές δυνάμεις κατά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο Антигитлеровская коалиция
συμμαχικός
союзный
  1. союзнический
  2. сопредельный
Σύμμαχοι
σύμμαχοι
Σύμμαχος Симмах
σύμμαχος
союзник
  1. союзный
  2. товарищ
  3. соучастник
  4. помощник
  5. коллега
συμμαχώ
σύμμειγμα словослияние
σύμμειξη
συμμερίζομαι
участвовать
  1. принимать участие
συμμεριζόμενος
συμμετέχον κράτος
συμμετέχοντος
συμμετέχω
участвовать
  1. принимать участие
  2. принима́ть уча́стие
  3. приня́ть уча́стие
  4. уча́ствовать
  5. приобщаться
  6. приобщиться
  7. присутствовать
  8. соучаствовать
συμμετέχων участник
συμμετοχή
участие
  1. прича́стность
  2. подключиться
  3. занятие
  4. деятельность
  5. дело
  6. соучастие
συμμετοχη
συμμετοχη ασθενων
συμμετοχή εργαζόμενων
Συμμετοχή σε υπάρχουσα διάσκεψη пригласить участвовать в существующей конференции
συμμετοχή στις εκλογές
συμμετοχή στις εξετάσεις
Συμμετοχή συνεργατών совместная реклама
συμμετοχη τησ κοινοτητασ
συμμετοχή του δημοσίου
συμμετοχή των εργαζομένων
συμμετοχική δημοκρατία партисипативная демократия
συμμετοχική εταιρία
συμμετοχικός
συμμέτοχος сотоварищ
συμμέτρηση
συμμετρία
симметрия
  1. симме́трия
  2. симметричность
  3. соразмерность
συμμετρικά симметрично
συμμετρική
симметрический
  1. симметричен
ελληνικά русский