σύμπλεγμα συμφώνου |
|
σύμπλεγμα της Ηλέκτρας |
|
σύμπλεγμα της Μήδειας |
|
συμπλεγματικός |
|
συμπλέκο |
группировки
- ватага
- толпа
- скопление
- партия
- отряд
- масса
- когорта
- класс
- группа
- сгруппирование
|
συμπλέκομαι |
име́ть столкнове́ние
- ста́лкиваться
- сплетаться
|
συμπλεκόμενος |
|
συμπλέκτης |
сцепле́ние
- муфта
- педа́ль сцепле́ния
- му́фта
|
συμπλέκτης ασφαλείας |
|
συμπλέκτης σιαγώνας |
|
συμπλέκτης τριβής |
|
συμπλεκτικό σύμβολο |
амперсенд
- амперса́нд
- знак конъю́нкции
|
συμπλεκτικόσύμβολο |
знак конъюнкции
- амперсанд
|
συμπλέκω |
переплетаться
|
συμπλέκω κλάδους |
|
συμπλέκω κλάδους θάμνων |
|
σύμπλεξη |
|
συμπληραματικό άρθρο |
|
συμπληρώ |
|
συμπλήρωμα |
дополне́ние
- доба́вка
- принадле́жность
- дополнение
- дополнительный компонент
|
συμπλήρωμα διατροφής |
|
συμπληρωματικά |
|
συμπληρωματικά έξοδα |
|
συμπληρωματικά χρώματα |
дополняющие цвета
|
συμπληρωματική αμοιβή δικηγόρου |
|
συμπληρωματική γωνία |
дополне́ние до прямо́го угла́
|
συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα |
|
συμπληρωματική ζήτηση |
|
συμπληρωματική μόνωση |
|
συμπληρωματική χρηματοδότηση |
|
συμπληρωματικό γράμμα |
|
συμπληρωματικό περίβλημα |
|
συμπληρωματικό πρόγραμμα |
оснастка
|
συμπληρωματικό πρόγραμμα επέκτασης |
|
συμπληρωματικό πρόγραμμα πιστοποιητικών |
Оснастка диспетчера сертификатов
|
συμπληρωματικός |
сопу́тствующий
|
συμπληρωματικός κώνος |
|
συμπληρωματικός μηχανισμός |
|
συμπληρωματικός προϋπολογισμός |
|
συμπληρωματικότητα των συναλλαγών |
|
συμπληρωματικό φαγητό |
|
συμπληρωματικό χρώμα |
дополни́тельный цвет
|
συμπληρωματικώς |
|
συμπληρώνομαι |
|
συμπληρώνονται |
|
συμπληρώνω |
допо́лнить
- дополня́ть
|
συμπλήρωση |
заполнить
|
συμπληρωτής |
|
συμπλοκή |
столкнове́ние
- перепа́лка
- сты́чка
- дра́ка
- борьба́
- сраже́ние
- драка
- боестолкнове́ние
- схва́тка
- столкновенья
- соударения
- столкновения
- соударение
- схватка
- стычка
- столкновение
- борьба
- соприкосновения
|
σύμπλοκο |
|