PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συμφωνία Safe Harbor соглашение Safe Harbour
συμφωνία SALT
Συμφωνία START
συμφωνία αλιείας
Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου
συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως
συμφωνία (ΕE)
συμφωνία ειδίκευσης
συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών
συμφωνία επανεισδοχής
συμφωνία επισημειωτών
Συμφωνία Κοτονού
συμφωνία Κοτονού
συμφωνία κυριών
συμφωνία λογαριασμών
συμφωνία με χορωδία
συμφωνία περιορισμού
Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων
συμφωνία-πλαίσιο
συμφωνία πολυϊνών
συμφωνία σε θέματα τιμών
Συμφωνία Σένγκεν Шенгенское соглашение
Συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης
συμφωνία συμπληρωματικότητας
συμφωνία συνδέσεως
συμφωνία σύνδεσης соглашение о соединении
συμφωνία σύνδεσης (ΕE)
συμφωνία συνεργασίας
συμφωνία συνεργασίας (ΕE)
Συμφωνία του Μονάχου Мюнхенское соглашение 1938 года
συμφωνία του Σένγκεν
Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου
συμφωνίες Μπρέτον Γούντς
Συμφωνική симфоническая
συμφωνική μουσική
συμφωνική ορχήστρα
συμφωνικό ποίημα
Συμφωνικό ροκ симфонический рок
συμφωνικός симфонический
συμφωνικώς
σύμφωνο
согла́сная
  1. догово́р
  2. согла́сный
  3. международный договор
  4. договор
  5. конвенция
  6. сделка
  7. соглашение
  8. пакт
σύμφωνο γραμματικής
συμφωνοι
σύμφωνοι согласный
σύμφωνος
послу́шный
  1. когере́нтный
σύμφωνος με το κείμενο
буквальный
  1. текстовой
  2. текстуальный
σύμφωνο σταθερότητας
Σύμφωνο της Βαρσοβίας
Варша́вский догово́р
  1. Варшавский Договор
συμφωνω
συμφωνώ
согласовывать
  1. согласи́ться
  2. достига́ть соглаше́ния
  3. приходи́ть к согла́сию
  4. соглаша́ться
  5. договариваться
  6. мириться
  7. обусловливать
  8. оговаривать
  9. примиряться
  10. удовлетворяться
  11. умиротворяться
  12. уславливаться
  13. согласоваться
  14. вызваться
  15. стерпеться
  16. заболачиваться
  17. заболотиться
  18. умиротвориться
  19. договориться
  20. обусловить
  21. покориться
  22. примириться
  23. совпадать
  24. согласиться
  25. согласовать
  26. соглашаться
  27. соответствовать
  28. уступать
  29. уступить
  30. покоряться
  31. вызываться
ελληνικά русский