PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συριστικό σύμφωνο
συριστικότης
συριστικότητα
συρμα
σύρμα
про́волока
  1. про́вод
  2. проволока
  3. телеграмма
σύρμα για κατσαρόλες
σύρμα καθαρισμού
σύρμα κεραίας
σύρμα σχήματος
σύρματα ελέγχου
συρμάτινο περιτύλιγμα
συρμάτινος
συρματοειδής
συρματοκόπτης
συρματολογία
συρματόπλεγμα колю́чая ле́нта
συρματοποίηση
συρματοποιώ
συρματόσκοινο
συρματόσχοινο
συρματόσχοινο κάδου
συρματόσχοινο ρυμούλκησης
συρμάτωση
συρμένος
συρμός
мо́да
  1. автомотриса
  2. поезд
  3. вагон
  4. автомобиль
  5. железнодорожное транспортное средство
  6. дрезина
συρμός του μετρό
συρμού
Σύρνα Δωδεκανήσου
σύρνομαι στα τέσσερα
συρομαι
σύρομαι
συρομένη πόρτα
συρόμενη πόρτα
συρόμενο
συρόμενο άροτρο
συρομένος
συρόμενος
συρομένος ελικοειδώς
Σύρος
συρράβω скрепля́ть
σύρραξη
дра́ка
  1. сты́чка
  2. конфли́кт
  3. перепа́лка
  4. война
  5. конфликт
  6. столкнове́ние
  7. сраже́ние
  8. борьба́
συρραπτικό
сшива́тель
  1. сте́плер
συρραπτικό μηχάνημα
συρράπτω
συρραφή
шов
  1. Разбор по копиям
συρραφή στη ράχη брошюровка внакидку
συρράφω сшива́ть
συρρέω
συρρέων
σύρριζα
ελληνικά русский