PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συρρικνωμένη κοιλότητα
συρρικνωμένος
συρρικνώνομαι
συρρικνώνοντας
συρρικνώνω
сжать
  1. уме́ньшить
  2. уменьша́ть
  3. сжима́ть
συρρίκνωση сжать
συρροή
συρροή ποταμών
σύρσιμο
συρτά
Συρτάκι Сиртаки
συρτάκι сиртаки
συρτάρι
ящик
  1. я́щик
  2. выдвижно́й я́щик
συρταρι выдвижной ящик
συρταριέρα
шкаф
  1. комо́д
  2. шифонье́р
  3. скры́ня
συρταροθήκη
συρταροθήκη με ποδαράκια
σύρτη
σύρτης засо́в
συρτή φωνή
σύρτις
Συρτός
συρτός
συρτός εκσκαφέας
συρφετός
сброд
  1. толпа
  2. орава
σύρω
σύρω βίαια
σύρω με κόπον
σύρων
σύρω πίσω
σύρω τους ποδάς
συς
συσκέπτομαι
συσκευάζω
συσκευάζω εις τενεκέδες
συσκευάζω πάλι
συσκευασία
тара
  1. констант
  2. кипа
  3. обвертка
  4. паковка
συσκευασία/δεματοποίηση
паковка
  1. кипа
  2. констант
  3. тара
  4. обвертка
συσκευασία εξαγωγής
συσκευασία σε κιβώτια
συσκευασμένο αρχείο Windows Media
συσκευασμένο προϊόν
συσκευασμένος
συσκευασμένος εντός τενεκέδων
συσκευαστής
συσκευαστής τροφίμων
συσκευαστική μηχανή
συσκευές
συσκευές ανάλυσης
Συσκευές εκτύπωσης και απεικόνισης устройства печати и обработки изображений
ελληνικά русский