σχέση διοίκησης-διοικουμένου |
|
σχέση δομής-δραστηριότητας |
|
σχέση δόσης-ανταπόκρισης |
|
σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή |
|
σχέση εμπιστοσύνης |
|
σχέση ένα προς ένα |
один к одному
|
σχέση ένα προς πολλά |
|
σχέση ενήλικα-παιδιού |
|
σχέση εντός της ΕΕ |
|
σχέση ιατρού-ασθενούς |
|
σχεση ιατρου-ασθενουσ |
|
σχέση κλάσης |
|
σχέση κράτους-περιφέρειας |
|
σχέση μαθητή προς μαθητή |
|
σχέση μέλους κλάσης |
|
σχέση μετάδοσης |
|
σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας |
|
σχεση νοσηλευτων-ασθενων |
|
σχέση νοσοκόμας-ασθενούς |
|
σχέση πόλης-υπαίθρου |
|
σχεση στελεχουσ υγειασ - ασθενουσ |
|
σχέση σχολείου-οικογένειας |
|
σχεσιακή βάση δεδομένων |
реляционная база данных
- реляционное исчисление
|
σχετίζομαι |
|
σχετίζομαι με |
|
σχετίζω |
|
σχετικά |
сравнительно
- относительно
- сопостави
|
σχετικά με |
|
σχετικα με |
|
σχετική αναφορά |
относительная ссылка
|
σχετική Βοήθεια |
|
σχετική διαδρομή |
относительный путь
|
σχετική διεύθυνση URL |
|
σχετική κίνηση |
|
σχετική μετατόπιση |
|
σχετική πλειοψηφία |
|
σχετική ποσότητα |
|
σχετική σύνδεση |
|
σχετική συσκευή |
|
σχετική συσκευή κατάδειξης |
относительное указательное устройство
|
σχετική τοποθέτηση |
относительное положение
|
σχετική υγρασία |
|
σχετικισμός |
|
σχετικιστικός |
|
σχετικό αναγνωριστικό |
|
σχετικος |
|
σχετικός |
реляти́вный
- принадлежащий
- отсносящийся
- относи́тельный
- релевантен
|
σχετικός με ωά |
|
σχετικός με ωόν |
|
σχετικό συμπλήρωμα |
ра́зность мно́жеств
|