PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υδραυλικός συσσωρευτής
υδραυλικός τροχός
υδραυλικός υπολογιστής
υδραυλικό τιμόνι
ύδρευση
ύδρευση/υδροδότηση/παροχή νερού
система водоснабжения
  1. водоснабжение
υδρία гидрия
υδρίτης гидра́т
υδρο-
гидро-
  1. водо-
υδρό-
υδροβαροφθορικό οξύ
υδροβάτης
υδροβατώ
υδρόβια
акватический
  1. акватическое
  2. акватическая
υδρόβια πουλιά
υδρόβια φτελιά
υδρόβια χαρουπιά
υδρόβιο
акватическая
  1. акватический
  2. акватическое
υδρόβιο ζώο
υδρόβιο θηλαστικό водное млекопитающее
Υδροβιολογία Гидробиология
υδροβιολογία гидробиология
υδρόβιο πουλί
υδρόβιο πτηνό
υδρόβιος
акватическая
  1. акватический
  2. акватическое
  3. аквати́ческий
  4. во́дный
  5. водяно́й
υδρόβιος μικρο-οραγανισμος
υδρόβιος οργανισμός
υδρόβιο σπονδυλωτό
υδρόβιο φυτό
υδροβρωμικό οξύ
υδρόγειος
земля́
  1. Земля́
  2. земно́й шар
υδρόγειος με ασία και αυστραλία Азия и Австралия на земном шаре
υδρόγειος με βόρεια και νότια αμερική Америка на земном шаре
υδρόγειος με ευρώπη και αφρική Европа и Африка на земном шаре
υδρόγειος με μεσημβρινούς меридианы
υδρόγειος σφαίρα
υδρογέλη
υδρογεωλογία
υδρογεωργική χωροταξία
υδρογνώμονας
υδρογονάνθρακας углеводоро́д
υδρογονάνθρακες
υδρογονάνθραξ
υδρογόν ο водород
υδρογόνο
водород
  1. водоро́д
υδρογονοβόμβα
υδρογόνο νιτρικό азотная кислота
υδρογονούχο
υδρογονούχος
υδρογονώ
ελληνικά русский