PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπερβολική τυπικότητα
υπερβολικό μέγεθος
υπερβολικός
гиперболический
  1. чрезме́рный
  2. ли́шний
  3. избы́точный
  4. изли́шний
  5. чрезмерно
  6. ростовщический
  7. вымогательский
  8. чрезмерный
υπερβολικός ζήλος
υπερβολικό τρέξιμο
υπερβολικώς
Υπερβορεία Гиперборея
υπερβόρειος
υπερβόσκηση
υπερβοσκώ
υπερβραχέα κύματα
υπεργάζομαι
υπέργειος
υπεργείως
υπέργηρος устаревший
υπεργηρώς
υπεργλυκαιμία ги́пергликеми́я
υπεργολαβία субдоговор
υπεργολάβος
сме́жник
  1. субподря́дчик
  2. заво́д-подря́дчик
  3. завод-смежник
  4. завод-подрядчик
  5. смежник
  6. субподрядчик
υπεργυναίκα
υπερδανεισμός
υπερδεσμός
υπερδιάστημα гиперпростра́нство
υπερδιεγείρω
υπερδιέγερση
Υπερδιήθηση
υπερδιήθηση
υπερδίκτυο
υπερδιόρθωση
υπέρδιπλο κρεβάτι
υπερδιπλώνω
Υπερδνειστερία
Приднестровье
  1. Приднестро́вье
υπερδομή надстройка
υπερδραστήριος
чрезме́рно акти́вный
  1. гиперакти́вный
υπερδραστηριοτητα
υπερδραστηριότητα
υπερδύναμη
υπερεβδομηκοντούτης
υπερεγκωμιάζω
υπερεγώ
сверх-я́
  1. супер-э́го
υπερεθνικισμός
джингои́зм
  1. ура́-патриоти́зм
  2. шовини́зм
υπερεθνικιστής
υπερεθνικός
транснациона́льный
  1. наднациона́льный
  2. наднациональный
υπερεθνικότητα
υπερεθνικοφροσύνη
джингои́зм
  1. ура́-патриоти́зм
  2. шовини́зм
Υπερείδης
υπέρεισμα кронште́йн
υπερεκθέτω
υπερεκμετάλλευση чрезмерная эксплуатация природных ресурсов
υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
ελληνικά русский