PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπεράφθονος кипящий
υπεραφθονώ
υπεράχω
υπερβαίνω
преодоле́ть
  1. преодолева́ть
υπερβαίνων
υπερβακτήρια
υπερβάλλω
утрировать
  1. преувеличивать
  2. преувиличивать
  3. утри́ровать
  4. преувели́чить
  5. преувели́чивать
  6. переоценивать
  7. вздуть
  8. вспучивать
  9. вспучить
  10. излишествовать
  11. преувеличить
  12. переборщить
  13. усугубить
  14. перестараться
  15. пережаривать
  16. шаржировать
  17. запрудить
  18. злоупотребить
  19. увеличивать
  20. завышать
  21. перебарщивать
  22. перехватывать
  23. приумножать
  24. усугублять
  25. приумножить
υπερβαλλω
υπερβάλλων
υπερβάλω
υπερβάλων
υπερβαρής
υπέρβαρο преобладание
υπέρβαρος мясистый
υπερβαροσ
υπερβαρύνω
υπερβαρύτητα
υπερβάσεις
υπέρβαση
υπερβασία
υπερβατικός
трансцендентен
  1. трансцендентальный
Υπερβατικός διαλογισμός Махариши Махеш Йоги
υπερβατικότητα
υπερβατισμός
υπερβατός
υπερβέβαιος
υπέρβλητος
υπερβολή
гипербола
  1. преувеличение
  2. гипе́рбола
  3. преувеличе́ние
  4. преувеличения
  5. утрирование
υπερβολικά
сли́шком
  1. чересчур
  2. чересчу́р
  3. высоко-высоко
  4. экстремально
  5. благосклонно
υπερβολικά αυστηρός
υπερβολικά μαγειρεμένο
υπερβολικά μεγάλος
υπερβολικά πολύ
излишне
  1. слишком много
  2. чересчур
  3. чрезмерно
υπερβολικά προσεκτικός
υπερβολική αγγελία
υπερβολική αξίωση
υπερβολική αύξηση
υπερβολική αυτοπεποίθηση
υπερβολική διακόσμηση
υπερβολική διαφήμιση
υπερβολική δόση
υπερβολική ελευθερεία
υπερβολική ελευθερία
υπερβολική εργασία
υπερβολική ευσέβεια
υπερβολική οικονομία
υπερβολική τάση
υπερβολική ταχύτητα
υπερβολική τιμή
υπερβολική τυπικότης
ελληνικά русский