PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
Υπηρεσία ερωτημάτων сервер запросов
Υπηρεσία καταγραφής κινητών συσκευών του Microsoft CRM
υπηρεσία καταγραφής συμβάντων служба Журнал событий
υπηρεσία καταλόγου служба каталогов
υπηρεσία καταλόγου Active Directory Active Directory
υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου
υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού
υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή φρασεολογία
Υπηρεσία κοινής χρήσης στο Office Online служба совместного доступа Office Online
υπηρεσία κοινής ωφέλειας
υπηρεσιακός
должностно́й
  1. официа́льный
  2. служе́бный
  3. должностной
υπηρεσία κρατικών εκδόσεων
Υπηρεσία μεταγωγής HTTP κινητών συσκευών του Microsoft CRM
υπηρεσία μηνυμάτων
υπηρεσία παράδοσης αλληλογραφίας служба почтовой доставки.
Υπηρεσία παραχώρησης Αδειών Χρήσης λογισμικού (SLS) служба лицензирования программного обеспечения
υπηρεσία παροχής
υπηρεσία παροχής Internet (ISP) поставщик услуг Интернета
υπηρεσία παροχής OLAP
υπηρεσία παροχής OLE DB поставщик данных OLE DB
υπηρεσία παροχής (SP) поставщик услуг
υπηρεσία παροχής αυτοματισμού περιβάλλοντος εργασίας поставщик автоматизации пользовательского интерфейса
υπηρεσία παροχής δεδομένων поставщик данных
Υπηρεσία παροχής διαπιστευτηρίων поставщик учетных данных
υπηρεσία παροχής διασκέψεων поставщик услуг конференц-связи
υπηρεσία παροχής εφαρμογής поставщик услуг по предоставлению приложений в аренду (ASP)
Υπηρεσία παροχής κοινόχρηστων πόρων поставщик общих ресурсов
υπηρεσία παροχής κρυπτογράφησης поставщик служб шифрования
υπηρεσία παροχής κρυπτογράφησης (CSP) поставщик служб шифрования
υπηρεσία παροχής περιεχομένου поставщик содержимого
υπηρεσία παροχής περιεχομένου Internet поставщик содержимого Интернета
υπηρεσία παροχής πρόσβασης поставщик услуг Интернета
υπηρεσία παροχής πρόσβασης στο Internet (IAP) поставщик услуг Интернета
υπηρεσία πελατών отдел по работе с клиентами
υπηρεσία πιστοποίησης λογαριασμών
υπηρεσία πληροφοριών
разве́дка
  1. разве́дывательная слу́жба
  2. специа́льная слу́жба
υπηρεσία Ποιος είναι; служба Whois
Υπηρεσία πολιτικής διαγνωστικών (DPS) служба политики диагностики
υπηρεσία πρόσβασης πληροφοριών (IAS) IAS
υπηρεσία προσωπικού
υπηρεσία σκιώδους αντιγράφου τόμου служба теневого копирования томов
υπηρεσία σταθμού εργασίας
υπηρεσία συμπλέγματος служба кластеров
υπηρεσία συνάθροισης μετρήσεων
υπηρεσία σύνδεσης στο δίκτυο служба сетевого входа в систему
υπηρεσία συντήρησης και καθαρισμού οδών
υπηρεσία ταχυδρομικών δεμάτων
υπηρεσία τροχαίας
υπηρεσία υποστήριξης προϊόντος
ελληνικά русский