PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
φυσιολατρεία
φυσιολάτρης
φυσιολατρία
φυσιολογία
физиология
  1. физиоло́гия
φυσιολογία της εργασίας
φυσιολογικά
обыкновенно
  1. обычно
  2. конечно
  3. плохо
φυσιολογικές συνθήκες
φυσιολογική ιδιότητα
φυσιολογική κατάσταση
φυσιολογική λειτουργία
φυσιολογικός
норма́льный
  1. физиологи́ческий
  2. обы́чный
  3. обыкнове́нный
φυσιολογικός ορός физиологический раствор
φυσιολογικώς
φυσιολόγος
φυσιώ
φυσιών
φυσοκάλαμο
φυσομανώ
φυσούνα
φυστίκι
арахис
  1. земляной орех
  2. китайский орех
  3. ара́хис
  4. кита́йский оре́х
  5. земляно́й оре́х
φυστικιά
φυστίκι αιγίνης
φυστικιά κάσιους
φυστικοβούτυρο
оре́ховое ма́сло
  1. ара́хисовое ма́сло
φυσυτήρ
φυσώ
дуть
  1. ве́ять
  2. ду́нуть
  3. сморкну́ться
  4. сморка́ться
  5. пове́ять
  6. поду́ть
φυσώ ατακτώς
φυσώ κέρας
φυσών
φυσώ τον παρά
φυτά δηλητηριώδη
φυτάνη
φυτάνθραξ
φυτά χώρας
φυτεία
планта́ция
  1. плантация
  2. ферма
φυτεία γεώμηλο
φυτεία καστανιών
φυτελέφας
φύτεμα
φυτεμένος
φύτευμα
φυτευμένο δάσος
φυτεύομαι
φύτευση
посадка
  1. насаждение
  2. озеленение
  3. посадка деревьев
  4. вживление
  5. рассадка
φυτευτήρι
φυτευτής
φυτευτός
φυτευτός κοχλίας
φυτεύω садить
φυτεύω γκαζόν
ελληνικά русский