PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
φωτοβολταϊκή στήλη
φωτοβολταϊκό
φωτοβολταϊκός
фотогальвани́ческий
  1. фотоэлектри́ческий
φωτοβολταϊκός σταθμός
φωτοβολώ
φωτογένεια
φωτογενής
φωτόγραμμα
φωτογραμμετρία
φωτογραφείο
φωτογράφηση σχεδίων
φωτογραφία
фотография
  1. снимок
  2. фотокарточка
  3. фото
  4. фотогра́фия
  5. фотока́рточка
  6. фотосни́мок
  7. сни́мок
  8. фо́то
  9. фо́тка
  10. фотографирование
  11. рисунок
  12. образ
  13. фотоснимок
  14. картина
  15. фотосъемка
  16. икона
φωτογραφία παρουσιαστή фотография выступающего
φωτογραφία της στιγμής
φωτογραφία/φωτογράφηση
фотография
  1. фотосъемка
φωτογραφίδα светово́е перо́
φωτογραφίζω
фотографировать
  1. снять
  2. снима́ть
  3. фотографи́ровать
  4. сфотографи́ровать
φωτογραφίζω ύποπτο άτομο
φωτογραφική
фотогра́фия
  1. фотография
Φωτογραφική μηχανή
фотоаппарат
  1. киноаппарат
  2. аппарат
φωτογραφική μηχανή
фотоаппарат
  1. ка́мера
  2. фотоаппара́т
  3. аппарат
  4. киноаппарат
φωτογραφική μηχανή με φλας фотоаппарат со вспышкой
φωτογραφική πλάκα
φωτογραφική τέχνη
φωτογραφικό αντίτυπο
φωτογραφικοί λαμπτήρες
φωτογραφικός фотографический
φωτογραφικός εξοπλισμός
φωτογραφικό σχεδιάγραμμα
φωτογραφικό υλικό
φωτογραφικό φιλμ σε ρολό
φωτογραφικώς
φωτογράφιση
φωτογράφος
фотограф
  1. фото́граф
φωτογραφώ фотографировать
φωτογραφώ στιγμιαίως
φωτοδιαπερατό κάλυμμα
φωτοδίοδος фотодио́д
φωτοδότης
φωτοειδησεογραφία
φωτοευαίσθητος
светочувствительный
  1. фоточувствительный
φωτοευαίσθητο χαρτί
φωτοευπαθής
светочувствительный
  1. фоточувствительный
φωτοζεύγος
φωτοηλεκτρικό κύτταρο
φωτοηλεκτρικός
φωτοηλεκτρικός ανιχνευτής
φωτοηλεκτρικό φαινόμενο
φωτοηλεκτρισμός
φωτοηλεκτρόνιο
ελληνικά русский