PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ωρεβουάρ
Ώρες
Оры
  1. Горы
ώρες
часы
  1. ч
ώρες αιχμής
ώρες γραφείου
ώρες εργασίας
ώρες λειτουργίας
ώρες ώρες
ωριαία βάση
ωριαία γωνία
ωριαία ταχύτητα
ωριαίο αμπέρ
ωριαίο βάττ
ωριαίος
ωριαίος μισθός
Ωριγένης Ориген
ωρική γωνία Γκρήνουιτς
ώριμα
ωριμάζω
ωριμάζων
ωρίμανση созрева́ние
ωρίμαση
созревание
  1. дозревание
ωρίμασμα
ωριμος
ώριμος
зрелый
  1. спелый
  2. зре́лый
  3. спе́лый
ωριμότερη σκέψη
ωριμότης
ωριμότητα
Ωριόν Орион
Ωριοντίδες
Ωρίων
Орион
  1. Орио́н
Ωρίωνας
ωρλ
ωρογράφος
ωροδείκτης
ωρολογάς
ωρολόγι часы
ωρολογιακή βόμβα
бо́мба заме́дленного де́йствия
  1. бо́мба с часовы́м механи́змом
ωρολογιακός
ωρολογιακός μηχανισμός
ωρολογιο
ωρολόγιο
часы
  1. настенные часы
  2. часы́
Ωρολόγιον
Часы
  1. Часы́
ωρολόγιο πρόγραμμα
ωρολόγιος
ωρολόγιο της χειρός
ωρολόγιο φρούρησης
ωρολογοποιείο
ωρολογοποιία
ωρολογοποιός
ελληνικά русский