PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ωστικό κύμα
ωστικός
ωστικός στρόβιλος
ωστικός στροφέας
ωστικός σφαιροτριβέας
ωστικός τριβέας
Ώστιν
Остин
  1. О́стин
ωστόσο
хотя
  1. хотя́
  2. всё-таки
  3. но
  4. а
  5. одна́ко
  6. те́м не ме́нее
Ωστράλ Αργετινής Аргентинский аустрал
ωτακουστής
ωτακουστώ
ωταλγία
оталги́я
  1. ушна́я боль
ωταλγικός
ωτασπίδα
заты́чка для уше́й
  1. беру́ши
ωτιαία αρτηρία
ωτιαίος
ωτικός
ωτίς
ωτίτης мизинец
ωτίτιδα оти́т
ωτογάγγλιο
ωτοειδής
ωτολογία
ωτολογικός
ωτολόγος
ωτορινολαρυγγολογία
оториноларингология
  1. оториноларинголо́гия
  2. отоларинголо́гия
ωτορινολαρυγγολογικός
ωτορινολαρυγγολόγος
отоларинго́лог
  1. оториноларинго́лог
  2. оториноларинголог
  3. ЛОР
ωτός
ωτοσκοπία
ωτοσκόπιο отоскоп
ωτοστόπ
ωτουνίτης
ωτύνω
ωφέλεια
толк
  1. прок
  2. вы́года
  3. преиму́щество
  4. льго́та
  5. при́быль
  6. по́льза
  7. бла́го
ωφέλημα
ωφελιμίσμος
ωφελιμισμός утилитаризм
ωφελιμιστής
ωφελιμιστικός
ωφελιμίστρια
ωφέλιμο έργο
ωφέλιμος
ωφέλιμος οργανισμός
ωφελιμότης
ωφελιμότητα
ωφέλιμο φορτίο боеголовка
ωφελίμως
ωφελούμαι
ωφελούμενος
ελληνικά русский