PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αγυρτία
медицинское очковтирательство
  1. очковтирательство здоровья
αγύρτικος
αγχαράσσω
αγχίνεια
Αγχινόη Анхиноя
αγχίνοια шик
αγχίνους умный
Αγχίσης Анхис
αγχιστεία
сходство
  1. союз
αγχολυτικό
транквилиза́тор
  1. успокои́тельное
  2. барбитурат
αγχόνη
виселица
  1. ви́селица
  2. петля
  3. верёвка с петля
  4. дерево
  5. кран
  6. помочи
άγχος
боль
  1. страх
  2. беспоко́йство
  3. трево́га
  4. боя́знь
  5. боязнь
  6. щипок
  7. тяжкое бремя
αγχός
αγχώδης
беспокоиться
  1. встрево́женный
  2. озабо́ченный
  3. натянутый
αγχώδης διαταραχή
невро́з трево́ги
  1. трево́жный невро́з
  2. невро́з стра́ха
αγχωμένος
встрево́женный
  1. озабо́ченный
  2. не́рвный
  3. беспокоиться
  4. в состоянии стресса
αγχώνομαι
αγχωνόμενος
αγχώνω
αγχωτικός
άγω
продавать
  1. управление
  2. ходить
αγω
άγω αγάπη
άγω αλυσίδα помочи
άγω αμφιβολία наводящий вопрос
άγω αναμμένος
άγω από
αγωγή
иск
  1. воспитание
  2. дело
  3. тя́жба
  4. лече́ние
  5. проце́сс
  6. действие
  7. образование
  8. проводимость
  9. сражение
  10. тяжба
  11. ящик
  12. преследование
  13. терапия
  14. уход
αγωγή ακολουθία театральная касса
αγωγή αποζημίωσης
αγωγή αποζημίωσης ΕΚ
αγωγή αποκατάστασης
αγωγή αστικού δικαίου
αγωγη για την ασφαλεια
αγωγη για τη χρηση οινοπνευματωδων
αγωγή επανακτήσεως
αγωγή θερμότητας
αγωγη καταναλωτη
αγωγή κατάσχεσης
αγωγή οδικής ασφάλειας
αγωγή ποινικού δικαίου
αγωγή πολίτου
αγωγή του καταναλωτή
αγωγή του πολίτη
αγωγή υγείας
αγωγη υγειασ
αγωγί
αγώγι экипаж
αγωγιάτης
αγώγιμα υγρά
ελληνικά русский