PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αγώνας κατά των διακρίσεων
αγώνας κονταρομαχίας
αγώνας κρίκετ
αγώνας μετ’ εμποδίων
αγώνας μποξ
αγώνας πάλης
αγώνας πρωταθλήματος
αγώνας πυγμαχίας
αγώνας σκι
αγώνας σκοποβολής стрелять
αγώνας σκοποβολής ακοής тир
αγώνας στίβου
αγώνας στιπλ
αγώνας τένις
αγώνας χωρίς εμπόδια
αγών δρόμου
Αγώνες Καλής Θέλησης Игры Доброй воли
αγώνες κατάδυσης
αγωνία
страдаю
  1. тоска́
  2. го́ре
  3. му́ка
  4. несча́стье
  5. беда́
  6. муче́ние
  7. страда́ние
  8. терза́ние
  9. натяжение
  10. утомление
  11. сильная боль
  12. агония
  13. мучить
  14. пытка
  15. угрызения совести
  16. страдание
αγώνιες γραμμές
αγωνίζομαι
бороться
  1. хватка
  2. оказывать влияние
  3. мучиться
  4. стараться
  5. удар
  6. утверждать
  7. сражаться
  8. соперничать
  9. конкурировать
αγωνίζομαι ανεπιτυχώς
αγωνίζομαι έκαστος έργο напрягать все силы
αγωνίζομαι με σκι
αγωνιζόμενος участник
αγωνίζω
αγώνιος
αγώνισμα спорт
αγώνισμα ιπποαχίας
αγωνισµένος
αγωνιστής
воин
  1. воинствующий
  2. самолёт-истребитель
  3. солдат
αγωνιστική κατάσταση формировать
αγωνιστικό
αγωνιστικό έλκηθρο
αγωνιστικό όχημα гоночный автомобиль
αγωνιστικός
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
αγωνιστικότητα драчливость
αγωνιώ
агонизировать
  1. агонировать
αγωνιώδης
мучительный
  1. агонизирующий
  2. боронование
αγωνιωδώς
αγωνίων
αγωνοδίκης судья
άγωνος
αδαής
необразованный
  1. неве́жественный
άδακρυς
αδάκρυτος
Αδάμ
Адам
  1. Ада́м
αδαμάντας
αδαμαντίνη
эма́ль
  1. эмаль
ελληνικά русский