PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ακομμάτιαστος
ακομμάτιστος
ακομπανιαμέντο аккомпанемент
ακομπανιάρω сопровождать
ακόμπιαστα хлопать
άκομψα
άκομψη στάση
ακομψία
άκομψο βάδισμα
άκομψος
буржуазный
  1. неприличный
  2. мишурный
άκομψος και επιδεικτικός
ακόνη
ακόνη ξηραφίων
ακόνι шулер
ακονίζομαι
ακονίζω
поточи́ть
  1. заточи́ть
  2. точи́ть
  3. наточи́ть
  4. точить
  5. подточить
  6. оточить
  7. очинить
  8. чинить
  9. отточить
  10. ускорять
  11. оттачивать
  12. затачивать
  13. обтачивать
  14. обточить
  15. протачивать
  16. навострить
ακονίζω διαμορφώνω режущий инструмент
ακονίζω ή τροχίζω εργαλείο
ακονίζων
ακονίζω ξυράφι
стягивать ремнём
  1. ремень для правки бритв
ακονίσει заточить
ακόνισμα
ακονισμένος
ακονιστήρι
ακονιστής
ακονιστικός
ακονιστικός τροχός точильный камень
ακόνιστος
ακονιτικός
ακονιτίνη
ακονίτο
ακόνιτο
ακονόπετρα
оселок
  1. точило
  2. точильный камень
ακοντίζω
ακόντιο
копьё
  1. дротик
  2. дро́тик
  3. стремительное движение
  4. гарпун
  5. пика
  6. острога
  7. Реймс
Ακόντιος Аконтий
ακόντιση
ακόντισμα
ακοντισμός метание копья
ακοντιστής копьеметатель
ακοντίστρια
ακοόγραμμα
ακοομέτρης
ακοομέτρηση
ακοομετρία
ακοομετρικός
ακοόμετρο аудиометр
ακόπιαστος
άκοπος безболезненный
ακόρεστη
ελληνικά русский