PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ακουμπώ πίσω положить на место
ακουμπώ στοργικά
ακούμπωτος
ακούνητος
ακουόμενος слышимый
ακουόμετρο
ακουπιδότοπος
ακούραστο
ακούραστος
неутомимый
  1. безуста́нный
  2. упо́рный
  3. неуста́нный
  4. неутоми́мый
  5. неустанный
  6. неутомим
  7. работящий
  8. неутомленный
  9. упроный
  10. неослабный
  11. прилежный
  12. трудолюбивый
  13. усердный
ακουραστώς
ακούρδιστος
Ακουρεΰρι Акюрейри
ακούρευτος
ακούς εκεί
ακούσατε
άκουσε
ακούσια
ακούσια αποκάλυψη
ακούσια διακοπή
ακούσια κίνηση
рефлекторный
  1. содрогнуться
  2. рефлекс
Ακουσίλαος Акусилай
ακούσιο νευρικό σύστημα
ακούσιος
нево́льный
  1. нерасположенный
  2. инстинктивный
ακούσιος μυϊκός σπασμός
ακούσιος φόνος
ακουσίως
άκουσμα
άκουσμα μουσικής
ακουσμένος
άκουσον
ακουστά
ακούστε
Ακουστικά
ακουστικά
наушники
  1. нау́шники
  2. слышно
ακουστικά οστάρια
Ακουστική акустическая
ακουστική
акустика
  1. аку́стика
ακουστική αναπαραγωγή
ακουστική αντίσταση
ακουστική απορρόφηση
ακουστική αρτηρία
ακουστική βυθομέτρηση
ακουστική επικοινωνία
ακουστική επιστήμη
ακουστική κατανόηση κειμένου
ακουστική κιθάρα акусти́ческая гита́ра
ακουστική μόνωση
ακουστική νάρκη
ακουστική παραμόρφωση
ακουστική προσοχή
ελληνικά русский