PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ακουστική στάθμη уровень звука
ακουστική συνήχηση
ακουστική συσκευή
ακουστική συχνότης
ακουστική συχνότητα
ακουστική τροποποίηση
ακουστικη τυφλωση
ακουστικό
тру́бка
  1. головно́й телефо́н
  2. нау́шники
  3. телефо́нная тру́бка
  4. наушники
  5. {{t+|ru|телефон|m|tr=teleʼfon}}
  6. головые телефоны
  7. шлемофон
  8. телефон
ακουστικό βαρηκοΐας
ακουστικό μέγεθος
ακουστικό νεύρο
ακουστικό οξύ
ακουστικός
акустика
  1. ушной
  2. акустический
  3. звуковой
ακουστικός μάρτυρας
ακουστικός μηχανισμός
ακουστικός πόρος
ακουστικός συνδέτης
ακουστικός ταλαντωτής
ακουστικό σύστημα
ακουστικό τηλεφώνου укрыватель краденного
ακουστικότης
ακουστικότητα
ακουστικό τύμπανο бараба́нная перепо́нка
ακουστικό φίλτρο
ακουστός
ακουστότητα
ακουστώς
ακουω
ακούω
слышать
  1. слу́шать
  2. услы́шать
  3. слу́шаться
  4. слы́шать
  5. посещать
  6. узнавать
  7. чу
  8. слыхать
  9. заслушать
  10. заслушивать
  11. заслышать
  12. расслышать
  13. почувствовать
  14. ощущать
  15. внимать
  16. слушаться
  17. слушать
  18. послушать
  19. подчиняться
  20. быть внимательным
ακούω αναμμένος слушать радио
ακούω από получать известия
ακούω κρυφά
ακούω με μεγάλη προσοχή
ακουω με προσοχη
ακούω με προσοχή
слушать
  1. список
ακούω μέσα
ακούων
ακούω πάλι
ακούω τυχαία
ακούω τυχαίως
άκοφτος
ακρ
акры
  1. акр
Άκρα Аккра
άκρα
палец ноги
  1. палец
  2. мысок
Άκρα Αριστερά
άκρα αυστηρότητα
ακραβάτης
ακράδαντα
ακράδαντος
Άκρα Δεξιά
ελληνικά русский