PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναβαίνω πάλιν
αναβάλλεται
αναβάλλομαι
αναβαλλόμενα έξοδα
αναβαλλόμενα έσοδα
αναβαλλόμενος
αναβάλλω
αναβαλλω
αναβάλλω αναμμένος
αναβάλλω επ' αόριστον
αναβάλλω επ’ αόριστον
αναβάλλων
αναβάλλω συζήτηση
αναβάλλω την ευθύνη
αναβαλμένος
αναβαπτίζω
αναβαπτισμός
Αναβαπτιστές
Αναβαπτιστής
αναβαπτιστής
ανάβαση
ανάβαση κατεβάζω
ανάβαση λόφου
Ανάβαση Ομπλού
Ανάβαση Πιτίτσας
Ἀνάβασις
αναβατήρας
αναβατήρας σιτηρών
αναβατήρας τροφοδότησης
αναβάτης
ανάβατος
αναβάτρια
αναβατώριο
αναβιβάζω
αναβιομηχάνιση
αναβιώ
αναβιών
αναβιώνω
αναβίωση
αναβιωτής
αναβλάστηση
αναβληθείσες πληρωμές
αναβλητικός
αναβλητικότητα
αναβλύζουσα πετρελαιοπηγή
αναβλύζω
αναβλύζω ακάλυπτος
αναβλύζω αναμμένος
ανάβλυση
αναβολέας
ελληνικά