PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανδρικότης
ανδρικότητα
ανδρικό ύφος
ανδρισμός
Ανδρίτσαινα
ανδρο-
Ανδρόγεως
ανδρογόνο
ανδρογυναίκα
ανδρογύναικα
ανδρογυνισμός
ανδρόγυνο
ανδρόγυνος
ανδροειδές
ανδροειδής
Ανδροκλής
ανδρολογία
ανδρολογικός
Ανδρομάχη
Ανδρομέδα
ανδρομεδίδες
Ανδρονικός
Ανδρόνικος Α’
Ανδρόνικος Ασάν
Ανδρόνικος Β’
Ανδρόνικος Γ’
Ανδρόνικος Δ’
ανδροπρέπεια
ανδροπρεπής
Άνδρος
ανδρότης
ανδρότητα
ανδρωνίτης
ανδρώνομαι
ανδρωνυμικό
ανδυναμώνω
ανεβάζω
ανεβάζω διακόπτη
ανεβάζω έργο
ανεβάζω τις τιμές
ανεβαίνω
ανεβαινω
ανεβαίνω από
ανέβασμα
ανεβασμένος
ανεβατός
ανεβοκαταιβαίνω
ανεβοκατεβάζω
ανεβοκατεβαίνω
ανεβοκατέβασμα
ελληνικά