απόλυτη εμπιστοσύνη | |
απόλυτη εξουσία | |
απόλυτη ευτυχία | |
απόλυτη θερμοκρασία | |
απόλυτη θέση αρχείου | |
απόλυτη κλίμακα θερμοκρασίας | |
απόλυτη κυριότητα | |
απόλυτη κωδικοποίηση | |
απόλυτη μονάδα | |
απόλυτη μοναρχία | |
απόλυτη περιγραφή ασφαλείας | |
απόλυτη πίεση | |
απόλυτη πίεση εισαγωγής | |
απόλυτη πλειοψηφία | |
απόλυτη προσωπική αλήθεια | |
απολυτήριο | |
απολυτήριος | |
απόλυτη σύγκριση | |
απόλυτη σύνδεση | |
απόλυτη συσκευή κατάδειξης | |
απόλυτη ταχύτητα | |
απόλυτη τιμή | |
απόλυτη τοποθέτηση | |
απόλυτη υγρασία | |
απόλυτη χαρά | |
απολυτίκιο | |
απολυτιστής | |
απόλυτο | |
απόλυτο αμπέρ | |
απόλυτο αριθμητικό | |
απόλυτο γαλβανόμετρο | |
απόλυτο δυναμικό | |
απόλυτο ηλεκρόμετρο | |
απόλυτο ιξώδες | |
απολυτοκρατία | |
απόλυτο μέγεθος | |
απόλυτο μηδέν | |
απολυτος | |
απόλυτος | |
απόλυτος αριθμός | |
απόλυτος βεβαιότητα | |
απόλυτος λογισμός | |
απόλυτος μονάρχης | |
απολυτότητα | |
απόλυτο ύψος | |
απολυτρώ | |
απολυτρώνω | |
απολύτρωση | |
απολυτρωτικός | |
απολύτως | |
ελληνικά |