PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απομεμονωμένος
απομένω
απόμερα
απόμερο μέρος
απόμερος
απόμερος τόπος
απομέσα
από μέσα
απομεσήμερο
απομετάλλωση
από μηχανής θεός
ἀπὸ μηχανῆς Θεός
απομίμηση
απομίμηση δέρματος
απομιμητής
απομιμούμαι
απομνημόνευμα
απομνημονεύματα
απομνημόνευση
απομνημονεύω
απομονώ
απομονωμένη γλώσσα
απομονωμένος
απομονώνομαι
απομονώνω
απομονώνω κάποιον
απομόνωση
απομόνωση εφαρμογών
απομόνωση/κατάσχεση/δήμευση/μεσεγγύηση
απομόνωση φυλακής
απομονωτήρ
απομονωτήρας
απομονωτήριο
απομονωτής
απομονωτικός
απομονωτικότης
απομονωτικότητα
απομονωτισμός
από μπετόν
απομυελίνωση
απομύζηση
απομυζώ
απομυθοποίηση
απομυθοποιώ
απομωνοτικός
απομωνοτισμός
απομωραίνω από έρωτα
απομωραίνω εξ’ ερωτός
απομωραμένος
απομώρανση
ελληνικά