PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απορριπτόμενα αλιεύματα
απορρίπτω
απορρίπτω αγωγή
απορρίπτων
απορρίπτω σαν άχρηστο
απορρίπτω το δέρμα
απορρίπτω ως άχρηστα
απορρίχνω
απόρριψη
απόρριψη αγωγής
απόρριψη δίκης
απόρριψη ειδώλου
απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση
απόρριψη πετρελαίου
απόρριψη στους ωκεανούς
απόρριψη του προϋπολογισμού
απορρίψιμος
απορροή
απόρροια
απορροφημένος
απορρόφηση
απορρόφηση εγκεφάλων
απορρόφηση έδαφους
απορρόφηση θερμότητος
απορρόφηση νερού
απορρόφηση υγρασίας
απορρόφηση ύδατος
απορροφήσιμος
απορροφητήρας
απορροφητήρας κραδασμών
απορροφήτης
απορροφητής
απορροφήτης αδράνειας
απορροφητικά
απορροφητικό
απορροφητικό βαμβάκι
απορροφητικός
απορροφητικός αγρός/χώρος μετατροπής ακαθαρσιών
απορροφητικότητα
απορροφητικότητα έδαφους
απορροφιέμαι
απορροφούμενη ισχύς
απορροφω
απορροφώ
απορροφώ ενέργεια
απορροφώμαι
απορροφώ πάλι
απορρυθμίζω
απορρύθμιση
απορρύθμιση/κατάργηση των ρυθμίσεων
ελληνικά