PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
αστέρευτε
αστοίβαστε
αστοκάματε
αστόλιστε
αστόμουτε
αστούγκιστε
αστόχια
αστοχού
αστράβουτε
άστραμμα
αστράντζιχτε
αστραπά
αστραπόβολε
αστραποκοφτέ
αστραπόχαζε
αστράφου
αστραφτά
άστρεχτε
αστρίτα
αστροπελέτσι
άστρουτε
αστροφεντζία
αστσέζι
αστσέπαστε
αστσέφτε
άστσημο
αστσητή
αστύουτε
άστυφτε
ασύβαστε
ασυγύζιστε
ασύκρουτε
ασυμφώνιστε
ασυνάστρεφτε
ασύφταστε
ασύχιστε
ασυχώρετε
ασφαλίζου
άσφιχτε
άσωτε
ασωτέγγου
ατάγιστε
αταίζαστε
ατάιστε
ατάρατε
ατάραχο
άταχτε
ατεγάνιστε
άτεκνε
ατέλειουτε
τσακώνικα