PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
εξουσιάζου
έξυπνε
εοράκα
Έουνη
επά
επαιζάκα
έπαινε
επαινού
επειδή
επεινάκα
επέκα
επενάκα
επέρι
επερινέ
επιδέξιε
επιθυμία
επιθυμού
επιμέλεια
επιμελικούμενε
επιούσιε
επιστάτα
επιστολή
επιτηδεγγούμενε
επιτήδειε
επίτροπο
επιτυχαίνου
επονέγκα
επρά
επρία
ερά
έρατσε
εργασία
εργασκούμενε
εργαστζήρι
εργάτα
ερέκα
ερέχου
έρημο
ερημούκου
Ερήνη
ερηνία
έρι
ερίκου
έριφο
έρμο
ερόροκα
ερώκηση
έρωτα
ερωτού
έσα
τσακώνικα