PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
θρουνίζω
θρούνισμα
θροφή
θρύγγι
θύε
θυμάρι
θυμούκου
θύνημα
θυνιακίζου
θυνιατέ
θυνίχου
θυννιώτσιχο
θύου
θυσία
θυσιάζου
θυτέ
θυτεία
θύτρε
θυτρούνου
Θωμαϊ
θωρία
ιδαϊδι
ιδέα
ίδιε
ίδρουτα
ιερέα
ίκου
ιμάνι
ίνι
ιού
ίσα
ίσκα
ίσουμα
ίσως
ίτε
ίτσε
ίτσετε
κα
κάβα
καβάθα
καβάθι
καβέα
καβελίνα
κάβουρα
καβούρι
καβουρομάνα
καγγήλι
κάγγιουμα
καδέγκου
καδευκήρι
τσακώνικα