PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
κάλυε
καλυούτσι
καμάγρα
καμάρα
καμάρι
καμαρούνου
καμαρουτέ
κάματε
καματερέ
καμάτζι
καμό
κάμου
καμουκούμενε
κάμουμα
καμουχά
κάμπα
καμπαίνου
καμπαϊστέ
καμπαΐχου
καμπάνα
καμπζί
καμπζούλι
κάμπο
καμπότζι
καμπότζινε
καμπούρι
καμπουρίνδου
καμπούσι
κανάδι
κανάκι
κάναλε
κανάτζι
κανατζίζου
κανδήα
κάνεστρε
κάνι
κανίζου
κάντζικα
κάντι
καόγερε
καογερονομήα
καόγνωμο
καόγρια
καοέχου
καόκαρδε
καοκαρδίζου
καοκιάνου
καομαθητέ
καούνδου
κάρα
τσακώνικα