PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
καρασίνδου
καράχου
κάρδεμα
καρούκου
καρούνα
καρύτζαυλε
κασήμενε
κασήου
κάστρε
κατά
καταβαίνου
καταγινούμενε
καταδαίσου
καταδεχούμενε
καταδικάζου
καταθιού
κατακιανούμενε
κατακίνου
κατακνία
κατακόφου
κατακρίνου
κατάλεκο
καταμαΐνδου
καταματούκου
καταμόναχο
καταμούτσουνα
κατανιτούνου
καταξεστζίζου
καταξοδέγγου
καταό
καταού
καταπά
καταπάφου
καταπογκίζου
καταπογκισμό
κατάρα
καταρατέ
κατάρκαδα
κατάρκι
καταρούμενε
καταρραχία
καταρράχτα
κατασάγονε
κατασάρκο
καταστολίστε
κατατσού
κατατσουπαϊχου
καταυοδούκου
καταφερίκου
καταφρόνησι
τσακώνικα