PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
μάργουμα
μαργούνου
μαρμάρα
Μαρούα
μαρτυρού
μάρτυς
μασκαρά
μασκαραλίτζι
μάσου
μασούρι
μαστάρι
μάστορας
ματά
ματαέγκου
ματακαού
ματάνδου
ματανοίου
ματαού
ματαράτζι
ματαφτύου
ματέρι
μάτη
ματία
μάτουκα
ματούκου
μαυλίνδου
μαυρίζου
μαυροδερέ -ά -έ
μαυροκουρνιαχτέ-ά-έ
μαχαίρα
μαχαίρι
μαχαιροκήρουνο
μαχαιρούλι
μέ
Μέανα
μεθού
μελαχολία
μελαχολικό
μέλεγος
μελετού
μελιγκώνι
μελισσά
μελισσέ -ά -έ
μελίσσι
μελισσοκόθινε
μελιτζάνα
μελομακάρουνε
μελούκου
μέλουμα
μεούμενε
τσακώνικα