PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
ξεφοζούμενε
ξεφτέρι
ξεχάνου
ξεχειλίζου
ξεχειμωνιάνδου
ξεχουρίζου
ξεχουριστέ
ξεψυχού
ξημέρουμα
ξημερούνου
ξηούκου
ξιππαστέ
ξόανε
ξοδευκή
ξόκοτα
ξοκρέββατε
ξολοθρέγγου
ξούλινε
ξουράθι
ξουρίζου
ξουστάγι
ξυμυτερέ-ά-έ
ξυνάδα
ξυνέ-ά--έ
ξυνίζου
ξυνοάπασε
ξύντζι
ξυπνίχου
ξύστρα
ξυφτερέ-ά-έ
ξυφτέρι
ξώαμπρα
ξωκικό
ξώσινδα
ξώστη
ξώτοιχο
όα
ογαράζου
ογαριασμό
όγγιουμα
ογής ογής
όγκο
ογκουκούμενε
ογλήγορα
όγο
ογρακίχου
ογρέ -ά -έ
ογρεγγούμενε
ογροκούμενε
ογρούκου
τσακώνικα