PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
οδηγία
οδηγό
οδηγού
όζακα
όζε
οι Δρύνε
οικονόμο
όκα
όκια
όκιαπή
οκιατζόκια
όκοια
ολάτζερε -ε -ε
όλε
ολίγο και ολιγούτερε
ολόχρυσε -ε -ε
ολπίζω
ολυνδούμενε
ομογού
όμως
ονάκα
ονάρα
ονάρι
όνε
όνειρε
ονειρεγγούμενε
ονόβλιτε
ονοιάζου
ονομαστέ-ά-έ
όνουμα
όντα
όνταν
όντζινα
οπά
όπακα
οπή
όποιε
όπου(ρ)
οπωρικό
όραμα
όρασι
ορατέ
όργανε
οργή
οργηνέγγου
οργήνεια
οργίζου
οργιστέ
οργούκου
όργουμα
τσακώνικα