PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
ανάφου
αναχανινδούμενε
αναχαράσου
αναχλέ
Ανδρία
ανδρόγυνε
άνε
ανεβάντζε
ανέγου
ανέδρουλε
ανέμη
άνεμο
ανεμόμυλε
ανεμοστρόφιλε
ανεμούκου
ανεπρόκοπο
ανέρουτε
ανερώτητε
ανέτελε
ανέφταιγο
ανήμερε
ανήφορε
άνθι
ανθού
ανθρώκινε
ανθρωπάτζι
άνθρωπο
ανίλητε
ανοίνδου
ανοιξάτσιχο
άνοιξη
ανόρκιστε
ανούτερα
ανταμούκου
αντάρα
άντε
αντένα
άντερε
αντερία
αντεχούμενε
αντζά
αντζάζου
αντζέλι
αντζελικό
αντζελούκου
αντζίδα
αντζίδι
αντζίντυνε
αντζίστρι
αντζιστρούκου
τσακώνικα