PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανάδειχνε
αναδείχνομαι
αναδείχνω
ανά δεκαπενθήμερο двухнедельный
αναδεκτή крестница
αναδεκτός
крестница
  1. крестник
ανάδεμα связывать
αναδενδράδα
αναδένω
αναδεξιμιά
крёстная дочь
  1. кре́стница
  2. крестница
αναδεξιμιός
крёстный сын
  1. кре́стница
  2. кре́стник
  3. крестник
  4. крестница
αναδέτης заголовок
αναδεύεται
ανάδευση
преобразование ссылок при перемещенни данных с внешнего устройства
  1. агитация
αναδευτήρας плескаться
αναδεύω
сбивать масло
  1. перемешивать
  2. смешиваться
αναδεύω ανακριτού путаница
αναδέχομαι
αναδεχομαι
αναδεχτή
крёстная дочь
  1. кре́стница
  2. крестница
αναδεχτός
крёстный сын
  1. кре́стница
  2. кре́стник
  3. крестница
  4. крестник
αναδημιούργημα воспроизведение
αναδημιουργημένη οικογένεια
αναδημιούργηση
αναδημιουργία развлечение
αναδημιουργικός
αναδημιουργώ воспроизводить
αναδημοσιευμένος
αναδημοσίευση
αναδημοσιεύω
αναδιάλυση
αναδιανέμω
αναδιανομή перераспределение
αναδιανομή του εισοδήματος
αναδιαπλασίαση
αναδιαπραγμάτευση
αναδιαρθρώνω реорганизовывать
αναδιάρθρωση реструктуриза́ция
αναδιάρθρωση της βιομηχανίας
αναδιαρρυθμίζω
αναδιάταξη
αναδιατάσσω
αναδιατυπώνω
αναδίδομαι
αναδίδω
αναδίδω δυσοσμία слабый запах
αναδίνομαι повторять
αναδίνω
αναδίνω μυρουδιά
αναδιοργανώ
ελληνικά русский