PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναδιοργανώνω реорганизовать
αναδιοργάνωση реорганизация
αναδιοργάνωση της βιομηχανίας
αναδιοργανωτής
αναδιορισμός
αναδιπλασιάζω удваиваться
αναδιπλασιασμένος
αναδιπλασιασμός
αναδιπλασιαστικός
αναδιπλούμενη κεραία
αναδιπλούμενο έντυπο скоросшиватель
αναδιπλούμενος
створчатый
  1. складной
αναδιπλωμένος
αναδιπλώνομαι складка
αναδιπλώνομαι ανακριτού подоткнуть
αναδιπλώνω
αναδίπλωση
αναδίπλωση γραμμής
αναδίπλωση κειμένου
αναδίπλωση λέξεων
αναδιυλίζω очищать
αναδίφηση поиск
αναδιφώ
иссле́довать
  1. рассле́довать
  2. зонди́ровать
  3. зондировать
  4. рыть
αναδόμηση
αναδομώ
ανάδοση
ανάδοση καπνού αγώγι вагон для курящих
αναδοτικός
αναδουλειά
αναδοχεσ οικογενειεσ
αναδοχή спонсорство
αναδοχοι γονεισ
ανάδοχος
поручи́тель
  1. крестная мать
  2. поручитель
  3. предприниматель
  4. крестный отец
αναδόχος
ανάδοχος έργου
ανάδοχος του έργου καθαρισμού
ανάδραση
оце́нка
  1. о́тклик
  2. обра́тная связь
  3. о́тзыв
  4. фи́дбэк
  5. обратная связь
αναδρομή
реку́рсия
  1. ретроспектива
  2. размышление о прошлом
  3. возвращение
ανάδρομη κίνηση предшествование
αναδρομή στο παρελθόν
αναδρομικά
αναδρομικές αποδοχές
αναδρομική εξέταση
αναδρομική πληρωμή
αναδρομικό ερώτημα рекурсивный запрос
αναδρομικός
осуществлённый
  1. факти́ческий
  2. сде́ланный
αναδρομικός σχηματισμός обра́тное словообразова́ние
αναδρομικότητα
αναδρομικότητα του νόμου
ανάδρομο
ελληνικά русский