PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανανεώνω
обновля́ть
  1. обнови́ть
  2. освежа́ть
ανανεώνω συνδρομή
ανανέωση
переформатировать
  1. новшество
  2. нововведение
  3. нововведения
ανανέωση BIOS перезаписать BIOS
ανανέωση αέρα
ανανέωση σύμβασης
ανανέωση του αέρα воздухообмен
ανανέωση των αστικών κέντρων/πολεοδομική αναμόρφωση реконструкция городов
ανανέωση των υδάτων
ανανέωση φιλίας таять
ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
ανανεώσιμη ενέργεια
ανανεώσιμη πρώτη ύλη
ανανεώσιμοι πόροι
ανανεώσιμος воспроизводимый
Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά
ανανήψας άσωτος расточительный
ανάνηψη
ανάνθιστος
ανανιά
ανανούριστος
ανανταπόδοτος
αναντικατάστατος
незаменимый
  1. незаменим
Αναντίρ Анадырь
αναντίρρηπτος
αναντίρρητα
неоспори́мо
  1. неопровержи́мо
  2. я́вно
  3. несомне́нно
  4. неопровержимо
  5. непреложно
  6. неоспоримо
αναντίρρητος недвусмы́сленный
αναντιρρητώς
αναντιστοιχία
άναντρος
Άναντ Σατιανάντ Ананд Сатьянанд
άναξ король
Αναξαγόρας Анаксагор из Клазомен
Αναξίδαμος Анаксидам
Αναξίμανδρος
Анаксима́ндр
  1. Анаксимандр
Αναξιμένης Анаксимен
αναξιόλογος
недостойный
  1. пьеса
αναξιόλογος ανακριτού
αναξιόλογος από разыгрывать
αναξιοπαθώ
αναξιοπιστία
αναξιόπιστος
скользкий
  1. шаткий
  2. безответственный
  3. несостоятельный
αναξιοπρεπής подлый
ανάξιος
ничего́ не сто́я́щий
  1. никчёмный
  2. недосто́йный
  3. никуды́шный
  4. бесполе́зный
  5. никчемный
  6. непорядочный
  7. неблаговидный
  8. недостойный
ανάξιος λόγου
незначительный
  1. пустяковый
ανάξιος προσοχής насмешливый
αναξιοσύνη
αναξιότης
αναξιότητα
недостаток
  1. неспособность
αναξιόχρεο
ελληνικά русский