PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναξιόχρεος
банкрот
  1. неоплатный
  2. неплатежеспособный
αναξίως
Ανάπα Анапа
ανάπαιστος анапест
ανάπαιστος στίχος
αναπαλαιώνομαι
αναπαλαιώνω
αναπαλαίωση
αναπάλλομαι отражаться
αναπαλλοτρίωτος
неотчуждаемый
  1. неотъемлемый
αναπάντεχα случайно
αναπάντεχη τύχη
αναπάντεχος
неожиданный
  1. неожи́данный
  2. врасплох
  3. случайный
  4. непредвиденный
αναπάντητος
невознагражденный
  1. неотомщенный
αναπαραγάγω дублировать
αναπαράγομαι умножать
αναπαράγω
воспроизводить
  1. производить
  2. репродуцировать
αναπαραγωγέας ήχου
Αναπαραγωγή воспроизвести
αναπαραγωγή
размноже́ние
  1. деторожде́ние
  2. воспроизведе́ние
  3. воспроизво́дство
  4. размножение
  5. воспроизведение
  6. воспроизвести
  7. умножение
  8. репродукция
  9. культивирование
  10. репродуцирование
  11. репродуцирования
  12. разведение растений и животных
αναπαραγωγή/γενετική βελτίωση
разведение растений и животных
  1. культивирование
αναπαραγωγή δίσκων дублирование диска
αναπαραγωγή Ζωντανής σύσκεψης Live Meeting
Αναπαραγωγή ηχογραφημένης αναγγελίας воспроизвести записанное сообщение
αναπαραγωγή με αποθήκευση και προώθηση
Αναπαραγωγή σε εκτέλεση проигрывается
αναπαραγωγή σε πανομοιότυπο
αναπαραγωγή των ζώων
αναπαραγωγική δομή
αναπαραγωγική ικανότητα
αναπαραγωγική υγεία
αναπαραγωγικό κύτταρο
αναπαραγωγικός
αναπαραγωγικός ταχυαντιδραστήρας
αναπαραγωγικο συστημα
αναπαραγωγικό σύστημα репродуктивная систе́ма
αναπαραγωγικότης
αναπαραγωγικότητα
αναπαραγώγιμος
αναπαραγωγός
αναπαράγω με διασταύρωση скрещиваться
αναπαράσταση указ
αναπαραστατικές τέχνες
αναπαριστάνω
рисовать
  1. представлять
αναπαριστάνω με σύμβολα точно выраженный
αναπαριστώ
черты лица
  1. рисовать
ανά πάσαν στιγμήν
αναπασχόλητος
ανάπαυλα
досуг
  1. пауза
ανάπαυλα εποχή свободное время
ελληνικά русский