PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναπληρωτής αντιβασίλεως
αναπληρωτής ανώτατος генерал-лейтенант
αναπληρωτής κληρικού
αναπληρώτρια
αναπνεύσιμος
αναπνευστήρ
αναπνευστήρας
αναπνευστήρας δύτου
αναπνευστήρας υποβρύχιου
αναπνευστικεσ διαταραχεσ
αναπνευστική οδός респираторный тракт
αναπνευστικό νόσημα
αναπνευστικό όργανο
αναπνευστικός
αναπνευστικός σωλήνας
Αναπνευστικό σύστημα Дыхание
αναπνευστικο συστημα
αναπνευστικό σύστημα респираторная система
αναπνευστός
αναπνέω
дышать
  1. дыша́ть
  2. передохнуть
αναπνεω
αναπνέω βαριά обижаться
αναπνέω με δυσκολία
αναπνέω με λυγμούς рыдать
αναπνοή
вздох
  1. отдых
  2. воздухообме́н
  3. дыха́ние
  4. дыхание
  5. передохнуть
  6. респирация
  7. передышка
  8. вдох
  9. издыхание
  10. роздых
  11. вдохновение
αναποβουτύρωτο γάλα
це́льное молоко́
  1. цельное молоко
ανάποδα
набок
  1. позади
αναπόδεικτος
умозрительный
  1. недоказанный
ανάποδη
ανάποδη βελονιά
ανάποδη μέρα
αναποδιά
несчастье
  1. неудача
αναπόδιση
ανάποδο упрямый
αναποδογυρίζομαι
αναποδογυρίζω
опрокидываться
  1. перевертывать
  2. падать
  3. переставлять
  4. терять равновесие
αναποδογυρίζω κατεβάζω полуразрушенный
αναποδογυρίζω κόμμα кавычки
αναποδογύρισμα
αναποδογυρισμένο πρόσωπο вверх тормашками
αναποδογυρισμένος
ανάποδος
обра́тный
  1. сварливый
  2. обратный
  3. скрещиваться
ανάποδος ακάλυπτος вычеркивать
ανάποδος άκρη γηπέδου кросс
ανάποδος ανάκριση перекрестный допрос
ανάποδος άνθρωπος
ανάποδος από вычеркивать
ανάποδος πόντος журчать
αναποδοτικός
αναπόδοτος
ελληνικά русский