PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανοιχτοχέρης
ανοιχτοχρωμος
ανοιχτόχρωμος
ανολοκλήρωτος
ανομβρία
άνομβρος
ανόμημα грех
ανομία
беззако́ние
  1. беспра́вие
ανόμοια γούστα
ανόμοια μέταλλα
ανομοιογένεια
ανομοιογενές πεδίο
ανομοιογενής пятнистый
ανομοιοκατάληκτος
ανομοιοκαταληξία
ανομοιομορφία
ανομοιόμορφος
ανόμοιος
разный
  1. несходный
  2. непохожий
ανομοιότης
ανομοιότητα
несходство
  1. разнообразие
  2. множество
ανομοιώνω
ανομοίως
ανομοίωση диссимиля́ция
ανομοιωτικός
ανομολόγητος скрытый
άνομος
незако́нный
  1. неправоме́рный
  2. нелега́льный
  3. нелегальный
ανομώ
согрешить
  1. грешить
ανονείρευτος
ανοξείδοτος
ανοξείδωτο ατσάλι
нержаве́йка
  1. нержаве́ющая сталь
  2. нержавеющая сталь
ανοξείδωτος
ανοξείδωτος χάλυβας нержавеющая сталь
ανοξίδωτος
ανόπλα
ανόπτηση
ανόπτηση διάχυσης
ανόπτηση επανακρυστάλλωσης
ανοπτώ прокаливать
άνορακ
ανοράκ
анорак
  1. ветровка
  2. парка
  3. парная
ανόργανη ένωση
неорганическое вещество
  1. неорганическое соединение
ανόργανη ουσία
ανόργανη χημεία неорганическая химия
ανόργανο λίπασμα
ανόργανο οξύ
ανόργανος неорганический
ανόργανο χημικό προϊόν
ανοργάνωτος неорганизованный
ανοργασμικός
ανόρεκτος
ελληνικά русский