PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανορεξία
анорексия
  1. аноре́ксия
ανορεξιά анорексия
ανόρεχτα
ανόρεχτος
ανορθογραφία
ανορθογράφος
ανορθόγραφος
ανορθογραφώ
ανορθοδοξία
ανορθόδοξος необщепринятый
ανορθολογικός
ανορθούμαι
ανορθώ
ανορθωμένη παροχή
ανορθώνω
ανόρθωση
Ανόρθωση Αμμοχώστου
ανόρθωση ζημιάς вознаграждение
ανορθωτής
Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού Прогрессивная партия трудового народа Кипра
ανορθωτικός
ανορθωτικό φαινόμενο
ανόρυξη
ανορύσσω угробить
ανοσία
ανοσία /ασυλία
ανόσιος непочитаемый
ανοσιότης
ανοσιότητα
ανοσιούργημα
поругание
  1. чудовищное преступление
  2. святотатство
ανοσμία
ανοσοανεπάρκεια
ανοσοβιολογία
ανοσογνωσία
ανοσοκατασταλτικός
ανοσοκαταστολή
ανοσοκατεσταλμένος
ανοσολογία
иммуноло́гия
  1. иммунология
ανοσολογικεσ διαταραχεσ
ανοσολογική ασθένεια
ανοσολογικός
ανοσολογικο συστημα
ανοσολόγος
ανοσοπαθολογία
ανοσοποιημένος
ανοσοποίηση
ανοσοποιηση
ανοσοποιητικό σύστημα
имму́нная систе́ма
  1. иммунная система
ανοσοποιώ
ανοσοπροσδιορισμός
ελληνικά русский