PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στενότυπο
στενόχωρα
στενοχωρημένος
στενοχωρία
στενοχώρια боль
στενοχωριέμαι
στενόχωρος неудобен
στενοχωρούμαι
στενοχωρω
στενοχωρώ
στενοχωρών
στεντόρεια зычный
στεντόρειος
στέντωρ
στένωμα
στενωπός
στένωση
στενώτητα
στέπα степь
στεπογέρακο
балобан
  1. балабан
στέππη
στερακτίνιο стерадиа́н
στέργω неохотно соглашаться
στέρεα
στερεά
στέρεα γωνία
στερεά γωνία теле́сный у́гол
Στερεά Ελλάδα
στερεά ενανθράκωση
στερεά κατάσταση
στερεά σώματα/στερεές προσμίξεις твердое вещество
στέρεο
сте́рео
  1. стереофони́ческий
  2. стерео
στερεό
твёрдое тело
  1. твёрдое те́ло
  2. твердое вещество
στερεοβάτης стереобат
στέρεο έδαφος
στερεοισομερεία
Στερεομεταφορά
στερεομετρία
στερεόμετρο
Στέρεο Νόβα
στερεοποιημένη σκουριά
στερεοποίηση
στερεοποιούμαι
застыва́ть
  1. тверде́ть
  2. засты́ть
στερεοποιώ
στέρεος
στερεος
στερεός
твёрдый
  1. крепкий
  2. прочный
  3. про́чный
  4. кре́пкий
στερεοσκοπική όραση
στερεοσκοπικός стереоскопический
στερεοσκοπικός προβολεύς
ελληνικά русский