PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στερεοσκόπιο
στερεό σώμα
στερεό σωματίδιο частица
στερεότης
στερεότητα
στερεοτυπής
στερεοτυπία
στερεότυπο
клише́
  1. стереоти́п
  2. штамп
  3. стереотипия
  4. стереотип
στερεότυπο κείμενο
στερεότυπος
στερεοτυπώ
στερεόφερτος ήχος
στερεοφωνική διαφωνία
στερεοφωνικός
στερεοφωνικό συγκρότημα
στερεοφωνικό σύστημα
στερεύω
στερεώ
στερέωμα
небосво́д
  1. небе́сный свод
  2. небесный свод
  3. небосвод
στερεωμένος
στερεώνομαι
στερεώνω
прикреплять
  1. скреплять
  2. запирать
  3. устремлять
  4. наброситься
  5. свинчивать
στερεώνω με ξυλόπροκα
στερεώνω με σύρμα
στερεώ πάλι
στερεώς
στερέωση скрепление
στερέωσης
στερεωτής
στερεωτική βαφή
στερεωτική ουσία
στερημένος
στέρηση
потеря
  1. утрата
  2. лишение
στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
στέρηση προσόντος дисквалификация
στέρηση προσόντων
στέρηση των δικαιωμάτων
στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων
στερητικόν πρόθεμα
στερητικός
στερητικό σύνδρομο ломка
στεριά
материк
  1. земля
  2. суша
στεριανός
στεριώνομαι
στεριώνω
στερλίνα
фунт
  1. фунт сте́рлингов
  2. фунт стерлингов
στέρνα
кра́чка
  1. крачка
στερνά
στέρνο
грудь
  1. грудина
  2. грудная кость
  3. грудная клетка
  4. грудна́я кле́тка
στερνοκλειδοϋοειδής μυς
ελληνικά русский