PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στερνοπαίδι
στερνός прошлый
στέρξιμο
στεροειδές
стероид
  1. стеро́ид
στεροειδη αναβολικα
Στερόπης Стероп
στερούμαι
лиши́ться
  1. утра́тить
  2. утра́чивать
  3. лиша́ться
  4. отсутствовать
  5. браковать
στερούμενος
στερούμενος μερικών προνόμιων
στερούμενος φαντασίας
στερώ лишать
στερώ δικαιώματος
στερώ φυσικότητα
στεφάνη
ве́нчик
  1. корзи́на
  2. о́бруч
  3. лукошко
  4. корзина
στεφάνη άνθους венчик
Στεφάνη Πρέβεζας
στεφάνης του στέμματος
στεφάνη τροχού
στεφανηφόρος
στεφάνι
венец
  1. гирля́нда
  2. вено́к
  3. вене́ц
  4. обруч
  5. кольцо
  6. гирлянда
  7. венок
  8. жеребейка
Στεφανία
στεφανιαία αρτηρία
στεφανιαίος коронарный
στεφάνι βαρέλιου
στεφάνι βαρελιού
στεφανιογραφία
Στεφάν Λαμπιέλ Стефан Ламбьель
στέφανο
στεφανοειδές παρέμβυσμα
Στέφανος
Стефан
  1. Степа́н
  2. Сти́вен
  3. Степан
  4. Стивен
στέφανος
στέφανος ανθέων
Στέφανος Βόρειος Северная Корона
Στέφανος Β’ του Μπλουά Этьен II де Блуа
Στέφανος Δραγούμης
Στέφανος Ε’ της Ουγγαρίας
Στέφανος Καντακουζηνός
Στέφανος Κορκολής
Στέφανος Κοτσόλης
Στέφανος Μάνος
Στέφανος Νότιος Южная Корона
Στέφανος Σκουλούδης
Στέφανος Στεφανόπουλος
Στέφανος της Αγγλίας Стефан
Στέφανος Χρηστόπουλος Стефанос Христопулос
στεφανώ
στεφάνωμα
στεφανών
στεφανώνομαι
στεφανώνω увенчать
ελληνικά русский