PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στοιχειοθέτης
набо́рщик
  1. печа́тник
  2. типо́граф
  3. набо́рщица
  4. верстальщик
  5. наборщик
  6. составитель
  7. печатник
στοιχειοθέτηση
στοιχειοθετική μηχανή
στοιχειοθετώ
набра́ть
  1. набира́ть
  2. верста́ть
  3. сверста́ть
στοιχείο ιστορικού επικοινωνίας элемент журнала обращений
στοιχείο καταλόγου
στοιχείο καταχώρησης συμβάντος элемент регистрации событий
στοιχείο κιτ комплект
στοιχείο κυλιόμενου μηνύματος бегущая строка
στοιχειομετρία стехиометри́я
στοιχείο μηνύματος элемент сообщения
στοιχείο πληροφόρησης
στοιχείο πολυμέσων элемент списка воспроизведения
στοιχείο πρόσβασης
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου
στοιχείο σήμανσης
στοιχείο στεγανοποίησης
στοιχείο συμπύκνωσης
στοιχείο σχεδίασης элементы оформления
στοιχείο τιμοκαταλόγου
στοιχείο υποστήριξης ασφάλειας компонент обеспечения безопасности
στοιχείο-φάντασμα дублированный элемент
στοιχειώδες
στοιχειώδη μαθήματα
στοιχειώδης
элемента́рный
  1. нача́льный
  2. рудимента́рный
  3. элементарный
στοιχειώδης ανάλυση
στοιχειώδης εκπαίδευση
στοιχειώδης παρακολούθηση
στοιχειώδη σωματίδια
στοιχειωδώς
στοιχειωμένος с привиде́ниями
στοιχειώνω
посеща́ть
  1. навеща́ть
  2. пресле́довать
  3. появля́ться
στοίχημα
пари
  1. закла́д
  2. аза́ртная игра́
  3. авантю́ра
  4. ста́вка
  5. заклад
  6. ставка
  7. колы
  8. пруда
στοιχηματίζω
держа́ть пари́
  1. би́ться об закла́д
  2. рискова́ть
  3. биться об заклад
  4. держать пари
  5. поставить
  6. держать пары
  7. спорить
  8. поспорить
στοιχηματίζων
στοιχηματίζων επιφυλακτικώς
στοιχηματίζω το κεφάλαιον
στοιχηματισμός
στοιχίζω
сто́ить
  1. стоить
  2. выра́внивать
  3. вы́ровнять
στοίχιση выра́внивание
στοίχος
στοιχώ
στοκ
ассортиме́нт
  1. запа́с
στοκαδόρος
στο καλο
στο καλό
στοκάρισμα
στοκαριστής
στοκάρω
στο κάτω-κάτω
ελληνικά русский